ἔργμα

ἔργμα
ἔργμα (ἔργματι; -άτων, -ασιν. ἕργ- codd. def. Forssman, 28ff.; ἔργ- Schr.)
1 achievement, exploit

ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει N. 4.6

ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.84

Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.33

μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (Schr.: ἐφ' ἕργματι, ἅρμασιν codd.) I. 1.47

διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42

ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38. esp., in athletic contests,

ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7

οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.49

ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.27

frag. ]ἁ δ' ἔρ[γ]μασι[ Παρθ. 2. 73.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἕργμα — fence neut nom/voc/acc sg ἔργμα work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔργμα — work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργμα — (I) ἔργμα, τὸ (Α) έργο, πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού αοριστικού θ. τού έρδω «εργάζομαι, πράττω» (πρβλ. μέλλ. έρξω < *έργ σω, παρακμ. έ οργ α)]. (II) ἕργμα, τὸ (Α) φραγμός, περίφραγμα («πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ἑργμάτων — ἕργμα fence neut gen pl ἔργμα work neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕργμασιν — ἕργμα fence neut dat pl ἔργμα work neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕργματα — ἕργμα fence neut nom/voc/acc pl ἔργμα work neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕργματι — ἕργμα fence neut dat sg ἔργμα work neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργμάτων — ἔργμα work neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔργμασι — ἔργμα work neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔργμασιν — ἔργμα work neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔργματα — ἔργμα work neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”